Αν κάποιος μου έλεγε πριν καμιά 15αρια χρόνια, πως
θα έφτανα τα 40, μάλλον θα τον κορόιδευα. Εξάλλου δεν είχα και τέτοιες
φιλοδοξίες. Πάντα είχα την αίσθηση πως δεν πρόκειται να φτάσω τη συγκεκριμένη
ηλικία μια και είχα την βεβαιότητα ότι κάτι θα μου συμβεί. Βέβαια έκανα συγκινητικές
προσπάθειες αλλά η τύχη, είχε διαφορετική γνώμη.
40 λοιπόν και όπως το βλέπω υπάρχουν δύο επιλογές.
Η μία της αξιοπρέπειας δηλαδή ανεβαίνουμε κάπου ψηλά
και βουτάμε στο κενό. Μετά από όλη αυτή την ταλαιπωρία ( ;) είναι τουλάχιστον
αποκαρδιωτικό να μην έχει τις ίδιες αντοχές, γενικά και ειδικά, να σε πιάνουν
τα ρεύματα και αγαπημένο σου στέκι να έχει γίνει το σπίτι σου.
Από την άλλη πάλι υπάρχει αυτό που λέει ο Αλκίνοος
Ιωαννίδης στο «αδιέξοδο». Αφού λοιπόν περιγράφει την αγωνία του για την μη
έμπνευση ακούει τον Σαββόπουλο να του
λέει:
Πάρε τα πάνω σου
μικρέ πάρε τα πάνω σου
πάρε μολύβι κι έλα κάθισε στο πιάνο σου
και φτιάξε πάλι την αρχαία συνταγή
μ’ ένα τραγούδι να γλυκάνεις την ψυχή
πάρε μολύβι κι έλα κάθισε στο πιάνο σου
και φτιάξε πάλι την αρχαία συνταγή
μ’ ένα τραγούδι να γλυκάνεις την ψυχή
Και ας έχει
παραδεχτεί νωρίτερα ο Ιωαννίδης πως ό,τι αγαπούσα το άφησα και ό,τι μισούσα το
κράτησα, όπως συνήθως συμβαίνει στη ζωή δηλαδή.
40 λοιπόν. Χωρίς
οικογένεια, χωρίς παιδιά, δίχως να έχω πάει στην Κούβα, χωρίς να έχω δει τον
Άρη να χάνει στο Χαριλάου/ Βικελλίδης από Ευρωπαϊκή ομάδα.
40 λοιπόν αλλά με
θείε είσαι cool, νονό
αγκαλιά και τον ΠΑΟΚ στα καλύτερα του. Με τους ανθρώπους που αγαπάω να έχουν
την υγεία τους.
Ραντεβού στα 41
λοιπόν…
Υ.Γ. Γαμώτο είμαι πιο μεγάλος και από τη Δημοκρατία